Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδο- [peδo] & παιδό- [peδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παιδ- [peδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο παιδί, στο αγόρι ή στο κορίτσι που βρίσκεται στο στάδιο της παιδικής ηλικίας: παιδαγωγός, ~κόμος, ~νόμος, παιδότοπος· ~μάζωμα, ~μάνι. || (επιστ.) παιδίατρος· παιδιατρική, ~μετρία.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. παιδ(ο)- θ. του ουσ. παῖς > παιδί ως α' συνθ.: αρχ. παιδ-αγωγός (δες λ.) & νλατ. paed(o)- < αρχ. παιδ(ο)-: παιδ-ιατρική < γαλλ. pédiatrie]
- παιδοθέμι το [peδoθémi] Ο44 : (λαϊκότρ.) παιδολόι, παιδομάνι.
[παιδο- + -θέμι < αρχ. θέμ(α) `κτ. τοποθετημένο, σωρός΄ -ιον]
- παιδοκομία η [peδokomía] Ο25 : (λόγ.) η ανατροφή και η φροντίδα μικρών παιδιών.
[λόγ. < ελνστ. παιδοκομία]
- παιδοκομικός -ή -ό [peδokomikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδοκομία.
[λόγ. παιδοκομ(ία) -ικός]
- παιδοκόμος ο [peδokómos] Ο18 θηλ. παιδοκόμος [peδokómos] Ο35 : (λόγ.) αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία.
[λόγ. < ελνστ. παιδοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παιδοκομώ [peδokomó] Ρ10.9α : φροντίζω για την ανατροφή μικρών παιδιών.
[λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]
- παιδοκτονία η [peδoktonía] Ο25 : η δολοφονία παιδιού, συνήθ. από τη μητέρα του ή τον πατέρα του. || (ειδικότ., νομ.) η δολοφονία του παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή λίγο ύστερα από αυτόν.
[λόγ. < ελνστ. παιδοκτονία]
- παιδοκτόνος ο [peδoktónos] Ο18 θηλ. παιδοκτόνος [peδoktónos] Ο35 : δολοφόνος παιδιού, ένοχος παιδοκτονίας.
[λόγ. < αρχ. παιδοκτόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παιδολόι το [peδolói] Ο45 : πλήθος παιδιών· παιδομάνι: Εκεί μαζευόταν όλο το ~ της γειτονιάς.
[παιδο- + -λόι]
- παιδομάζωμα το [peδomázoma] Ο49 : 1.κατά την Tουρκοκρατία, η αρπαγή παιδιών των χριστιανών για να εκτουρκιστούν και να επανδρώσουν το σώμα των γενιτσάρων ή ειδικές διοικητικές θέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 2. πλήθος παιδιών· παιδολόι, παιδομάνι.
[μσν. παιδομάζωμα (στη σημ. 1) < παιδο- + μάζωμα]