Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδιαρίζω
1 εγγραφή
παιδιαρίζω [peδjarízo] Ρ2.1α : (για ενήλικα) συμπεριφέρομαι ή σκέφτομαι σαν παιδί.

[μσν. παιδί(ον) -αρίζω (για το θ. παιδι- πρβ. ελνστ. παιδιώδης `παιδιάστικος΄, μσν. παιδιότης `παιδική ηλικία΄, παιδιογέρων `γέρος με μυαλό παιδιού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες