Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδιάστικος
1 εγγραφή
παιδιάστικος -η -ο [peδjástikos] & παιδιάτικος -η -ο [peδjátikos] Ε5 : που ταιριάζει σε παιδί· παιδιακίσιος. α. αθώος: Παιδιάστικη χαρά. Παιδιάστικες φωνούλες. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιάστικα καμώματα.

[*παιδιασ- (*παιδιάζω < παιδ(ί) -ιάζω) -τικος· παιδ(ί) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες