Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδίσκη
1 εγγραφή
παιδίσκη η [peδíski] Ο30α : (λόγ.) μικρό κορίτσι· παιδούλα: Aθώα ~.

[λόγ. < αρχ. παιδίσκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες