Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιγνιόχαρτο
1 εγγραφή
παιγνιόχαρτο το [peγnióxarto] Ο40 : (λόγ.) χαρτί της τράπουλας, τραπουλόχαρτο.

[λόγ. παίγνι(ον) -ο- + χαρτ(ίον) -ον μτφρδ. γαλλ. carte à jouer ή γερμ. Spielkarte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες