Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παζάρι το [pazári] Ο44 : 1.υπαίθριος χώρος όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνονται έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους· εμποροπανήγυρη: Όλα τα γύρω χωριά κατέβαιναν στο ~. || παζάρι που γίνεται κάθε βδομάδα· λαϊκή αγορά. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η αλεπού* στο ~; ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο ~ κι ήταν ημέρα Σάββατο*. 2. (πληθ.) συζήτηση, διαπραγμάτευση της τιμής και των όρων για την αγορά ή πώληση ενός αγαθού· παζάρεμα: Kάνω ~, παζαρεύω. Άσε τα παζάρια, σου είπα την τελευταία τιμή. || (μειωτ.) για διαπραγμάτευση αθέμιτης συναλλαγής.
[μσν. παζάρι < τουρκ. pazar -ι]
- παζαριλίκι το [pazarilíki] & παζαρλίκι το [pazarlíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) το παζάρεμα, τα παζάρια.
[τουρκ. pazarlιk -ι και μεταπλ. -ιλίκι]