Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγωτό
2 εγγραφές [1 - 2]
παγωτό το [paγotó] Ο38 : είδος γλυκίσματος από μείγμα γάλατος, ζάχαρης, χυμών φρούτων, σοκολάτας κτλ., το οποίο πήζει με τεχνητή ψύξη: ~ χωνάκι / κασάτο / ξυλάκι*. ~ κρέμα / σοκολάτα / φράουλα. Tούρτα ~.

[λόγ. πάγ(ος) -ωτόν, ουδ. του -ωτός μτφρδ. ιταλ. gelato]

παγωτομηχανή η [paγotomixaní] Ο29 : οικιακή ή επαγγελματική συσκευή για την παρασκευή παγωτού.

[λόγ. παγωτ(ό) -ο- + μηχανή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες