Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παγανός
1 item total
παγανός ο [paγanós] Ο17 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανό.

[ελνστ. ή μσν. παγανός `αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης΄ (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) < λατ. pagan(us) (προφ. [pagá-], ίδ. σημ.) -ός (< λατ. pagus `η ύπαιθρος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go