Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγανό
2 εγγραφές [1 - 2]
παγανό το [paγanó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανός: Mεσάνυχτα, ώρα που βγαίνουν τα στοιχειά, τα παγανά και οι νεράιδες.

[μεταπλ. του παγανός σε ουδ. με βάση την αιτ.]

παγανός ο [paγanós] Ο17 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανό.

[ελνστ. ή μσν. παγανός `αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης΄ (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) < λατ. pagan(us) (προφ. [pagá-], ίδ. σημ.) -ός (< λατ. pagus `η ύπαιθρος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες