Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίτουρο
1 εγγραφή
πίτουρο το [píturo] & πίτυρο το [pítiro] Ο41 : ο φλοιός από τους σπόρους αλεσμένων δημητριακών, που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. ΦΡ τρώει πίτουρα, είναι ανόητος, χαζός, αφελής. ΠAΡ Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κότες, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες δουλειές, ζημιώνεται, βλάπτεται. Aκριβός* στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ αλεύρι.

[αρχ. πίτυρον με διατήρηση της αρχ. προφ. [u] · λόγ. < αρχ. πίτυρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες