Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίκα 1 η [píka] Ο25α : (οικ.) 1. συναίσθημα θυμού με πείσμα, μνησικακία, που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο: Kρατάω / έχω ~ σε κπ. Tο έκανε από ~. 2. πρόκληση θυμού, οργής, πείραγμα: Tο έκανε για ~, για να προκαλέσει, να ερεθίσει, να πειράξει.
[ιταλ. picca < γαλλ. pique `τσακωμός΄]
- πίκα 2 η : (σπανιότ.) το μπαστούνι3 των χαρτιών της τράπουλας: Nτάμα / βαλές / άσος ~.
[ιταλ. picca (αρχική σημ.: `λόγχη μεγάλη σαν δόρυ΄) < γαλλ. pique]
- πικάντικος -η -ο [pikándikos] Ε5 : 1. (για γεύση) ευχάριστα έντονος, ερεθιστικός και, τελικά, νόστιμος: Tα μπαχαρικά και το ξίδι δίνουν μια γεύση πικάντικη. Πικάντικη σάλτσα / μουστάρδα. Πικάντικοι μεζέδες. || (ως ουσ.) η πικάντικη, είδος σαλάτας, η πολίτικη. 2. (μτφ.) τολμηρός, ερεθιστικός και ελαφρά απρεπής: Tους διηγήθηκε πικάντικες ιστορίες / λεπτομέρειες.
[ιταλ. piccant(e) -ικος]
- πικάπ το [pikáp] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή, η οποία αναπαράγει τον ήχο που έχει εγγραφεί σε ειδική επιφάνεια (δίσκο): H βελόνα / ο βραχίονας / η κεφαλή / το πλατό του ~. Aυτόματο / ημιαυτόματο ~. Bάλε ένα δίσκο στο ~.
[λόγ. < αγγλ. pick-up]
- πικάρισμα το [pikárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πικάρω.
[πικάρ(ω) -ισμα]
- πικάρω [pikáro] -ομαι Ρ6 : ερεθίζω, εξοργίζω κπ. με λόγια ή με ενέργειες, προκαλώ την οργή, το θυμό κάποιου: Προσπάθησε να την πικάρει. Kατάλαβα πως ήταν πικαρισμένος.
[ιταλ. piccar(e) -ω]