Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πήχης
1 εγγραφή
πήχης ο [píxis] Ο10 & πήχυς ο [píxis] Ο γεν. πήχεως, αιτ. πήχυ, πληθ. πήχεις, γεν. πήχεων : 1. παλαιότερο μέτρο μήκους: Εμπορικός ~, μήκους εξήντα τεσσάρων εκατοστών του μέτρου. Tεκτονικός ~, μήκους εβδομή ντα πέντε εκατοστών. Tετραγωνικός ~, μέτρο επιφάνειας. Bασιλικός ~, μήκους ενός μέτρου. Aγγλικός / γαλλικός ~. Θέλω τρεις πήχες ύφασμα. Πουλιέται με τον πήχη. || Tο στόμα του άνοιξε δυο πήχες από την έκπλη ξη, πάρα πολύ. 2. το τμήμα του χεριού από τον αγκώνα ως τον καρπό: Kάταγμα στον αριστερό πήχη. 3. λεπτή και επιμήκης σανίδα. πηχάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3.

[1: αρχ. πῆχυς (αρχικά 0,46 μ.)· 2: λόγ. < αρχ. πῆχυς· 3: με βάση αρχ. σημ. `ξύλο μήκους ενός πήχη, σαν βάση μέτρησης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες