Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέτρωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
πέτρωμα 1 το [pétroma] Ο49 : (γεωλ.) γενική ονομασία για το υλικό από το οποίο συνίσταται ο στερεός φλοιός της γης και ειδικότερα το τμήμα του στερεού φλοιού το οποίο παρουσιάζει γεωλογική αυτοτέλεια: Iζηματογενή πετρώματα. Εκρηξιγενή πετρώματα. Aσβεστολιθικά πετρώματα.

[λόγ. < ελνστ. πέτρωμα `πέτρινη κατασκευή΄, αρχ. σημ.: `λιθοβολισμός΄ σημδ. γερμ. Gestein ή γαλλ. roche]

πέτρωμα 2 το : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πετρώνω. 1α. μετατροπή σε πέτρα. β. μετατροπή σε κτ. πολύ σκληρό και συμπαγές, που μοιάζει με πέτρα. || (μτφ.): ~ της καρδιάς. 2. (προφ.) μεταβολή σε πέτρινο ομοίωμα, κυρίως ως διαδικασία μαγική: Tο ~ της κόρης από την κακιά μάγισσα. 3. (μτφ.) αδυναμία αντίδρασης από φόβο ή δυσάρεστη έκπληξη.

[πετρώ(νω) -μα (διαφ. το συγγ. αρχ. πέτρωμα, δες στο πέτρωμα 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες