Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέργολα
1 εγγραφή
πέργκολα η [pérgola] & πέργολα η [pérγola] Ο27 : 1. σκέπαστρο υπαίθριου χώρου από πλέγμα οριζόντιων δοκών επάνω στο οποίο απλώνεται αναρριχητικό φυτό· (πρβ. κρεβατίνα). 2. ειδικό πλέγμα από ξύλινες, σιδερένιες κτλ. ράβδους που τοποθετείται κάθετα και χρησιμεύει κυρίως για να αναρριχώνται φυτά.

[ιταλ. pergola· μσν. *πέργολα (πρβ. μσν. πέργουλα) < ιταλ. pergola]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες