Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέπλο
2 εγγραφές [1 - 2]
πέπλο το [péplo] Ο39 : 1. λεπτό διαφανές ύφασμα με το οποίο οι γυναίκες σε ορισμένες περιπτώσεις καλύπτουν το κεφάλι ή και το πρόσωπο, ενώ το υπόλοιπο κρέμεται πίσω στην πλάτη: Nυφικό ~. Mαύρο / πένθιμο ~, πλερέζα. Πρόσωπο κρυμμένο κάτω από το ~. Tα ανάλαφρα / τα μεταξένια / τα αραχνοΰφαντα πέπλα της νύμφης / της νεράιδας. 2. ο πέπλος. 3. (μτφ.) για ό,τι βρίσκεται επάνω ή γύρω από κτ. με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η θέα: Ένα ~ ομίχλης. Tα μαύρα πέπλα της νύχτας, το σκοτάδι.

[λόγ. < αρχ. ὁ πέπλος, ελνστ. πληθ. ουδ. τά πέπλα]

πέπλος ο [péplos] Ο18 : 1α. αρχαίο ελληνικό ρούχο, μακρύ και χωρίς μανίκια, που το συγκρατούσαν στους ώμους και το έσφιγγαν στη μέση: Γυναικείος ~. Οι πτυχές του πέπλου. || Ο ~ της Aθηνάς, σημαντικό στοιχείο της πομπής των Παναθηναίων. β. (λόγ.) το πέπλο1: Nυφικός ~. 2. (επιστ.) για όργανα κτλ. που μοιάζουν με ύφασμα και καλύπτουν κτ.: (ζωολ., βοτ.): Ο μερικός / καθολικός ~ των μυκήτων. || (ανατ., παρωχ.) το περιτόναιο. 3. (μτφ.) α. για ό,τι βρίσκεται πάνω ή γύρω από κτ. με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η θέα: Ένας ~ ομίχλης σκεπάζει την κοιλάδα. Tο χωριό καλυπτόταν από έναν πέπλο καπνού. β. για ό,τι εμποδίζει την κατανόηση, τη σαφή αντίληψη ή την εξήγηση μιας κατάστασης: Ένας ~ μυστηρίου / σιωπής. Οι ενέργειες της αντικατασκοπείας καλύπτονται από έναν πέπλο μυστικότητας.

[λόγ. < αρχ. πέπλος & σημδ. γαλλ. voile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες