Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλεκας
2 εγγραφές [1 - 2]
πέλεκας 1 ο [pélekas] Ο5 : μεγάλος πέλεκυς.

[πελέκ(ι) μεγεθ. -ας]

πέλεκας 2 ο : (λαϊκότρ.) ο δρυοκολάπτης· πελεκάνος 2.

[< πελεκάνος με επίδρ. του πέλεκας 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες