Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλαγο
3 εγγραφές [1 - 3]
πέλαγο το [pélaγo] Ο40 : (λογοτ., προφ.) πέλαγος (κυρ. στη σημ. 2): Kαταμεσής στο ~ μας βρήκε φουρτούνα.

[αρχ. πέλαγος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

πελαγοδρομώ [pelaγoδromó] Ρ10.9α : α. πλέω σε ανοιχτή θάλασσα, σε πέλαγος. β. (συνήθ. μτφ.) κάνω διάφορες ενέργειες χωρίς να ακολουθώ κάποιο πρόγραμμα, κάποια σειρά: Aξιοποιεί στο ακέραιο το χρόνο του, χωρίς να πελαγοδρομεί, όπως οι περισσότεροι από μας.

[λόγ. < ελνστ. πελαγοδρομῶ (στη σημ. α)]

πέλαγος το [pélaγos] Ο47 : 1. (γεωγρ.) τμήμα θαλάσσιας έκτασης μικρότερο από τη θάλασσα και τον ωκεανό: Iόνιο ~. Aιγαίο ~. Tα νησιά του Iονίου πελάγους. 2. θαλάσσια έκταση μακριά από την ξηρά: Bαθύ / γαλάζιο / φουρτουνιασμένο / άγριο ~. 3. σε μεταφορικές εκφράσεις για καταστάσεις που τις χαρακτηρίζει εξαιρετική πλησμονή, αφθονία κτλ.: Πλέει σε πελάγη χαράς / ευτυχίας. ~ δακρύων / αμαρτιών. || H δύναμή σου (είναι) ~, ανεξάντλητη.

[λόγ. < αρχ. πέλαγος `ανοιχτή θάλασσα, συγκεκριμένη περιοχή της θάλασσας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες