Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέδιλο
1 εγγραφή
πέδιλο το [péδilo] Ο41 : 1. είδος υποδήματος που καλύπτει και προστατεύει κυρίως το πέλμα αφήνοντας μεγάλο μέρος του άλλου ποδιού σχεδόν ακάλυπτο· (συνήθ. στον πληθ. για το ζευγάρι): Aντρικά / γυναικεία πέδιλα. 2. για κάθε παρόμοιο υπόδημα για ειδική χρήση: Πέδιλα παγοδρομίας, παγοπέδιλα. Πέδιλα θαλάσσης, βατραχοπέδιλα. 3. το πεπλατυσμένο άκρο ενός μοχλού επάνω στο οποίο πατά κανείς το πόδι του για να θέσει σε λειτουργία ένα μηχανισμό· πεντάλι. 4. (τεχν.) ό,τι κατασκευάζεται, προσαρμόζεται κτλ. κάτω από κτ. άλλο, για να το προστατέψει από την άμεση επαφή με το έδαφος.

[λόγ. < αρχ. πέδιλον (4: σημδ. γαλλ. sabot)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες