Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέδικλο
1 εγγραφή
πέδικλο το [péδiklo] Ο40 : είδος δεσμού συνήθ. από σκοινί ή ξύλο, που προσαρμόζεται στα μπροστινά πόδια ενός ζώου, για να περιορίσει το βηματισμό του και έτσι να μην μπορεί να απομακρυνθεί από ορισμένη περιοχή· πεδούκλι, πεδούκλα.

[μσν. πέδικλον < *πέδικλα η, θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < υστλατ. *pedicul(a) ή *pedicl(a) υποκορ. του λατ. pedica `δεσμός των ποδιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες