Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάρωρος -η -ο [pároros] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που γίνεται, που συμβαίνει όχι κατά την κανονική ώρα αλλά πριν ή ύστερα από αυτήν.
πάρωρα ΕΠIΡΡ: Ξύπνησε / ήλθε κάποιος ~. [ελνστ. πάρωρος]