Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάρθιος -α -ο [párθios] Ε6 : μόνο στη ΦΡ πάρθιο βέλος, ξαφνικό, απροσδόκητο χτύπημα, ύπουλος προσβλητικός υπαινιγμός, μπηχτή συνήθ. της τελευταίας στιγμής.
[λόγ. < αρχ. Πάρθ(οι) -ιος μτφρδ. αγγλ. Ρarthian]