Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάππ
2 εγγραφές [1 - 2]
πάππος ο [pápos] Ο18 : (λόγ.) ο παππούς. (έκφρ.) πάππου προς πάππου, κατά τρόπο πατροπαράδοτο, κατά παράδοση.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάππος (λ. νηπιακή)]

παππούς ο [papús] Ο15 : 1. ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας ενός παιδιού: Ο εγγονός παίρνει συνήθως το όνομα του παππού του. ΠAΡ Έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ΄ αμπελοχώραφά* σου / τα πατρογονικά* σου. 2. (οικ.) ο μεγάλης ηλικίας, ο γέρος: Σήκω από τη θέση σου να καθί σει ο ~. || και ως προσφώνηση προς ηλικιωμένο άνδρα: Στάσου, παππού, να σε βοηθήσω. 3. (πληθ.) α. ο παππούς και η γιαγιά μαζί, οι γονείς του πατέρα ή και της μητέρας ενός παιδιού. β. οι πρόγονοι: Οι παππούδες μας πολέμησαν για την ελευθερία. παππούλης ο YΠΟKΟΡ 1. χαϊδευτικά για τον παππού. 2. (οικ.) γέρος παπάς ή μοναχός.

[μσν. παππούς λ. νηπιακή, ίσως παιδ. κραυγή πά-που και τροπή σε ουσ. με προσθήκη του (σύγκρ. αρχ. πάππος (ίδ. σημ.) λ. νηπιακή, πάπας, παπάς και παρόμοια σε πολλές γλ.), μετακ. τόνου κατά τα μπαμπάς, γιαγιά· παππ(ούς) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες