Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάντως
1 εγγραφή
πάντως [pándos] επίρρ. : 1. με την έννοια της αντίθεσης, στην περίπτωση που ο ομιλητής θέλει να διαχωρίσει τη θέση του ή για να υπερασπιστεί ενέργειες δικές του ή άλλων· μια φορά· (πρβ. τουλάχιστον): Εγώ ~ σας το θύμισα. Εσείς ~ φερθήκατε σωστά. 2. με την έννοια της εναντίωσης: (Εγώ) ~ ό,τι και να λέτε, εξακολουθώ να έχω αντίθετη γνώμη, παρ΄ όλα αυτά. ~, παρόλο που γέρασε, είναι ακόμη γοητευτικός, εντούτοις.

[λόγ. < αρχ. πάντως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες