Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάκτωση 1 η [páktosi] Ο33 : η ειδική εργασία του πακτώνω 1, η στερέωση στοιχείου μιας δομικής κατασκευής με εντοιχισμό του.
[λόγ. < ελνστ. πάκτω(σις) `στερέωση΄ -ση]
- πάκτωση 2 η : μίσθωση αγροτικής γης, με την οποία παρέχεται όχι μόνο η χρήση αλλά και η κάρπωσή της.
[λόγ. < μσν. πάκτωσις < πακτω- (δες πακτώνω 2) -σις > -ση]