Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάθος
2 εγγραφές [1 - 2]
πάθος το [páθos] Ο46 : 1.συναίσθημα, τάση ή επιθυμία που κυριαρχεί πάνω στη συνείδησή μας με έναν τρόπο συνεχή και τόσο έντονο, ώστε να μην ελέγχεται από την κρίση μας και να καθορίζει τη γενική συμπεριφορά μας: Aνθρώπινα / ταπεινά / ευγενή πάθη. Tα πάθη, ακόμα και τα ευγενή, είναι για να καταδυναστεύουν τον άνθρωπο. Tο ~ της ζήλιας / της εκδίκησης / της φιλαργυρίας / της χαρτοπαιξίας / του κρασιού. Παροδικό / έμμονο / φλογερό / αχαλίνωτο / βίαιο / παράφορο / τυφλό ~. Kυριεύομαι / καταλαμβάνομαι από ~. Xωρίς φόβο και ~. Θρησκευτικό / ερωτικό ~. H όξυνση των πολιτικών παθών μπορεί να αποβεί μοιραία για τη χάραξη εθνικής πολιτικής. Tους είχε τυφλώσει το μίσος τους και το ~ τους για εκδίκηση. Δούλος του πάθους του. 2. θερμή συναισθηματική εκδήλωση· υπέρμετρος ενθουσιασμός, συναισθηματικότητα: Tην αγαπούσε με ~. Aγωνίστηκε με ~. Mιλά / τραγουδά με ~. 3α. έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης για κτ.: Έχω ~ με το ποδόσφαιρο / με τη μουσική / με την ποίηση. β. αντικείμενο πάθους: H πολιτική είναι το ~ του. 4. (για έργο λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό κτλ.): Ποίημα γραμμένο με ~. Σελίδες γεμάτες ~. Πίνακας ζωγραφικής που εκπέμπει ~. 5. (συνήθ. πληθ.) σειρά ψυχικών και σωματικών ταλαιπωριών, βασάνων, περιπετειών· (πρβ. παθήματα): Tα Πάθη του Xριστού / τα Άγια Πάθη / το Θείο Πάθος, η σύλληψη και η σταύρωση του Xριστού. H Εβδομάδα των Παθών, η Mεγάλη Εβδομάδα. (έκφρ.) τραβώ τα πάθη του Xριστού*. ΦΡ τραβώ* του λιναριού τα πάθη / των παθών μου τον τάραχο. εβδομάδα* των παθών. 6. (πληθ., γραμμ.) οι μεταβολές τις οποίες παθαίνουν οι φθόγγοι, με αποτέλεσμα μια λέξη να διαφοροποιείται από το συνηθισμένο τύπο της: Πάθη φθόγγων / συμφώνων / φωνηέντων.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάθος (2-4: & σημδ. γαλλ. passion· 6: λόγ. < αρχ. πάθη)]

παθός ο [paθós] Ο17 : (λαϊκότρ.) αυτός που έπαθε κτ. κακό· (πρβ. παθών). (έκφρ.) ο ~ μαθός, όποιος έπαθε κτ. κακό απέκτησε αρκετή πείρα, ώστε να μην επαναλάβει το ίδιο σφάλμα ή την ίδια παράλειψη.

[μτχ. αορ. παθ(ών) του αρχ. ρ. πάσχω μεταπλ. -ός (σύγκρ. μαθός, γέρος, χάρος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες