Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ούλος
1 item total
ούλος -η -ο [úlos] Ε3 : (λαϊκότρ.) όλος, ολόκληρος. || συνήθ. στην έκφραση με τα ούλα του / της…, που διαθέτει τα σχετικά στοιχεία, που έχει τις απαραίτητες ιδιότητες ή ικανότητες: Άντρας με τα ούλα του. Γυναίκα με τα ούλα της. Γιατρός με τα ούλα του.

[< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go