Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οχλαγωγία η [oxlaγojía] Ο25 : ενοχλητικός θόρυβος που προέρχεται από τις φωνές πολλών συγκεντρωμένων ανθρώπων: Nα σταματήσει η ~ για να μπορέσουμε να ακούσουμε τον ομιλητή.
[λόγ. < ελνστ. ὀχλαγωγία `εξαπάτηση του όχλου, φασαρία σε συνάντηση΄]