Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχλαγωγία
1 εγγραφή
οχλαγωγία η [oxlaγojía] Ο25 : ενοχλητικός θόρυβος που προέρχεται από τις φωνές πολλών συγκεντρωμένων ανθρώπων: Nα σταματήσει η ~ για να μπορέσουμε να ακούσουμε τον ομιλητή.

[λόγ. < ελνστ. ὀχλαγωγία `εξαπάτηση του όχλου, φασαρία σε συνάντηση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες