Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οκτα- [okta] & οκτά- [oktá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οχτα- [oxta] ή οχτά- [oxtá], συνήθ. στον προφορικό λόγο & (σπάν.) οκτω- [okto] ή οκτώ- [októ] : το απόλυτο αριθμητικό οκτώ ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό υπάρχει ή επαναλαμβάνεται οχτώ φορές: οκτάγωνος, ~ήμερος, οκτάσφαιρος, οκτάστηλος, οκτάτομος, οκτάχορδος· οκτάγωνο, οκτάωρο· ~σέλιδος και οχτασέλιδος. || οκτωηχία, οκτώηχος. || με αναφορά στο σχήμα του οχτώ: οκτάσχημος.
[-κτ-: λόγ. < αρχ. ὀκτα- < ὀκτώ (αναλ. προς το ἑπτά), σπάν. ὀκτω- ως α' συνθ.: αρχ. ὀκτά-γωνον, ελνστ. ὀκτά-χορδος, αρχ. ὀκτω-δάκτυλος `με μήκος οχτώ δακτύλους΄ & διεθ. octa- < αρχ. ὀκτα-: οκτά-νιο < octane· -χτ-: προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάβα η [oktáva] & οχτάβα η [oxtáva] Ο25α : 1. (μετρ.) στροφή με οχτώ στίχους από τους οποίους ο πρώτος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον πέμπτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο και τον έκτο και ο έβδομος με τον όγδοο. 2. (μουσ.) διάστημα οχτώ συνεχών φθόγγων της διατονικής κλίμακας.
[λόγ. < γαλλ. octav(e) -α < ιταλ. ottava· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκταγωνικός -ή -ό [oktaγonikós] & οχταγωνικός -ή -ό [oxtaγonikós] Ε1 : που έχει σχήμα οκταγώνου.
[λόγ. < ελνστ. ὀκταγωνικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάγωνος -η -ο [oktáγonos] & οχτάγωνος -η -ο [oxtáγonos] Ε5 : 1α. (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει οχτώ γωνίες. β. οκτάεδρος: Οχτάγωνο κτίριο. 2. (ως ουσ.) το οκτάγωνο & το οχτάγωνο, για οκτάγωνο σχήμα: Kανονικό οκτάγωνο.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάγωνος, αρχ. ὀκτάγωνον `οκτάγωνο΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάεδρος -η -ο [oktáeδros] & οχτάεδρος -η -ο [oxtáeδros] Ε5 : (για γεωμετρικό σώμα) που έχει οχτώ επιφάνειες. || (ως ουσ.) το οκτάεδρο & το οχτάεδρο, το οκτάεδρο σώμα: Kανονικό οκτάεδρο.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάεδρος, αρχ. ὀκτάεδρον `οκτάεδρο΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκταετία η [oktaetíα] & οχταετία η [oxtaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα οχτώ συνεχών ετών.
[λόγ. < ελνστ. ὀκταετία `κύκλος οχτώ ετών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκταήμερος -η -ο [oktaímeros] & οχταήμερος -η -ο [oxtaímeros] Ε5 : που διαρκεί επί οχτώ συνεχείς ημέρες: Οκταήμερη αποβολή από το σχολείο. || (ως ουσ.) το οκταήμερο & το οχταήμερο, χρονικό διάστημα οχτώ ημερών.
[λόγ. < ελνστ. ὀκταήμερος, αρχ. σημ.: `οχτώ ημερών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκταμελής -ής -ές [oktamelís] & οχταμελής -ής -ές [oxtamelís] Ε10 : που αποτελείται από οχτώ μέλη: ~ οικογένεια / αντιπροσωπεία.
[λόγ. οκτα- + -μελής· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάμηνος -η -ο [oktáminos] & οχτάμηνος -η -ο [οxtáminos] Ε5 : που διαρκεί οχτώ μήνες: Οκτάμηνη φυλάκιση / πολιορκία. || (ως ουσ.) το οκτάμηνο & το οχτάμηνο, χρονικό διάστημα οχτώ μηνών.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάμηνος, αρχ. σημ.: `οχτώ μηνών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάπλευρος -η -ο [oktáplevros] & οχτάπλευρος -η -ο [oxtáplevros] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει οχτώ πλευρές. || (ως ουσ.) το οκτάπλευρο & το οχτάπλευρο, για οκτάπλευρο σχήμα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάπλευρος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]