Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφθαλμοφανής
1 εγγραφή
οφθαλμοφανής -ής -ές [ofθalmofanís] Ε10 : που πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτός· ολοφάνερος: Οφθαλμοφανές γεγονός / φαινόμενο. Οφθαλμοφανείς επιδιώξεις. οφθαλμοφανώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὀφθαλμοφανής· λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμοφανῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες