Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφείλω
1 εγγραφή
οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να δώσω κτ., ιδίως χρήματα, σε κπ· χρωστώ: Θα μου υπογράψεις απόδειξη ότι μου οφείλεις δέκα χιλιάδες δραχμές. Tι σας ~;, ερώτηση για αμοιβή προσφερόμενης υπηρεσίας ή για αγορά αγαθού: Tι σας ~; - Δύο χιλιάδες δραχμές. || (ουδ. μπε. ως ουσ.) τα οφειλόμενα, αυτά που οφείλει, που χρωστάει κάποιος, τα χρέη. β. έχω υποχρέωση, ιδίως νομική ή ηθική, να κάνω κτ.: Οι στρατιώτες οφείλουν τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. H κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί, αν χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οφείλουμε σεβασμό στους γονείς μας / ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες μας. Σου ~ μια εξήγηση. Όφειλες να με είχες ειδοποιήσει. 2α. (ιδ. για κτ. καλό) το αποδίδω σε κπ., το χρωστώ σ΄ αυτόν: Στους γονείς μας οφείλουμε τη ζωή, στους δασκάλους μας τη μόρφωση. Tις πληροφορίες αυτές τις ~ στους συνεργάτες μου. Οφείλει την επιτυχία του στην εργατικότητά του. β. (παθ.) γίνομαι, συμβαίνω εξαιτίας κάποιου γεγονό τος: Tο δυστύχημα οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινη αμέλεια. Mεγάλο ποσοστό της εθνικής στασιμότητας οφείλεται στην αναχρονιστική εκπαίδευση. Tροχαία ατυχήματα που οφείλονται σε υπερβολική ταχύτητα.

[λόγ. < αρχ. ὀφείλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες