Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όφις ο [ófis] Ο γεν. και όφεως : (λόγ.) το φίδι. (έκφρ.) ο ~ με ηπάτησε, για αποποίηση ευθυνών.
[λόγ. < αρχ. ὄφις]
- οφίς το [ofís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) στενός και συνήθ. μακρύς διάδρομος που οδηγεί στα διάφορα δωμάτια ενός διαμερίσματος.
[λόγ. < γαλλ. office]