Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουφ [úf] & οφ [óf] επιφ. : αναστεναγμού· δηλώνει: 1. αγανάκτηση, δυσφορία, απογοήτευση, κούραση κτλ.: ~ βαρέθηκα! ~ δεν αντέχω άλλο! ~ κι αυτός με την πολυλογία του, μας κούρασε. ~ δεν είναι δουλειά αυτή / ζωή αυτή! 2. ανακούφιση, χαρά: ~ τέλειωσε κι αυτή η μέρα! ~ επιτέλους σε βρήκα!
[ηχομιμ.]
- ούφο το [úfo] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. ο ιπτάμενος δίσκος. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο με μειωμένη νοημοσύνη.
[λόγ. < αγγλ. UFΟ αρκτικόλ. U(nidentified) F(lying) Ο(bject) `ανεξακρίβωτο ιπτάμενο αντικείμενο΄]