Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουσιώδης
1 εγγραφή
ουσιώδης -ης -ες [usióδis] Ε11 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιαστικός. ANT επουσιώδης: ~ διαφορά. Tα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας έννοιας. Οι ουσιώδεις αρχές μιας κοσμοθεωρίας. α. βασικός ή πολύ σημαντικός: ~ αιτία. H λογική είναι το ουσιωδέστερο γνώρισμα του ανθρώπου. Tο ουσιώδες είναι να έχεις την υγεία σου. β. απολύτως αναγκαίος: Tο οξυγόνο είναι ουσιώδες για τη ζωή. ουσιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. οὐσιώδης· λόγ. < ελνστ. οὐσιωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες