Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουσιαστικοποιώ
1 εγγραφή
ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : (γραμμ.) τρέπω σε ουσιαστικό μια λέξη που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου: Ουσιαστικοποιημένη προστακτική ενός ρήματος. Πολλά άκλιτα μέρη του λόγου ουσιαστικοποιούνται, όταν μπει μπροστά τους το άρθρο.

[λόγ. ουσιαστικο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες