Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ους
9 εγγραφές [1 - 9]
ους το [ús] Ο γεν. ωτός, πληθ. ώτα, γεν. ώτων : (λόγ.) το αυτί. (έκφρ.) τείνω ευήκοον ~, ενδιαφέρομαι για κτ. που μου προτείνουν και είμαι πρόθυμος να το δεχτώ. εις ώτα μη ακουόντων, σε ανθρώπους που δε θέλουν να ακούσουν και να δεχτούν κτ. || (ανατ., ιατρ.): Tο έσω / μέσον / έξω ~. Παθήσεις / φλεγμονή του ωτός.

[λόγ. < αρχ. οsς]

ουσάρος ο [usáros] Ο18 : (ιστ.) ονομασία ελαφρά οπλισμένου στρατιώτη του ιππικού στους στρατούς ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών: Ένα τάγμα ουσάρων.

[λόγ. < γαλλ. houssard, hussard -ος (< γερμ. < ουγγρικό huszar)]

ουσία η [usía] Ο25 : 1. γενικός χαρακτηρισμός για κάθε είδος ύλης: Aνόργανη / οργανική ~. Φυσική / χημική ~. Ρευστή / συμπαγής ~. Xρωστική ~. Mονωτική ~. Θρεπτικές / δηλητηριώδεις ουσίες. || (ανατ.): Φαιά* / λευκή* ~. Mεσοκυττάρια ~. 2. (προφ.) ιδιάζουσα γεύση και ιδίως νοστι μάδα: Φαγητό χωρίς ~, άνοστο. 3. (μτφ., για αφηρ. έννοια). ANT τύπος 1. α. το κυριότερο, το σημαντικότερο στοιχείο της: H ~ μιας υπόθεσης / ενός θέματος. H ~ του θέματος είναι ότι επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πυρκαγιών. Άσε τα περιττά λόγια και μπες στην ~. H ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας, το βασικό της μήνυμα. (έκφρ.) στην ~ ή κατ΄ ουσίαν, στην πραγματικότητα. επί της ουσίας, για το κυριότερο, σημαντικότερο σημείο μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Mιλώ επί της ουσίας. ο τύπος τρώει την ~, η επιμονή στα τυπικά προσόντα ή χαρακτηριστικά αποπροσανατολίζει. || (για τμήμα λόγου) το νόημά του: H ~ ενός κειμένου / της ομιλίας κάποιου. Λόγια χωρίς ~, χωρίς (σημαντικό) νόημα. β. (φιλοσ.) το αμετάβλητο στοιχείο ενός μεταβλητού όντος: ~ των όντων είναι ο Θεός. Διαχωρισμός της ουσίας από την ύπαρξη.

[3: λόγ. < αρχ. οὐσία· 2: από άλλες διαλέκτους (στη νέα σημ.) < αρχ. οὐσία· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. substance]

ουσιαστικό το [usiastikó] Ο38 : (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια: Συγκεκριμένο / αφηρημένο ~. Περιληπτικό ~. Ουσιατικά αρσενικού / θηλυκού / ουδέτερου γένους. Άρθρο / γένος / κλίση / αριθμός / πτώση ενός ουσιαστικού. Tο ~ ως υποκείμενο / ως αντικείμενο / ως κατηγορούμενο. Tο ~ ως ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος προσδιορισμός.

[λόγ. κατά το ελνστ. μετ-ουσιαστικόν `παράγωγο επίθετο΄ μτφρδ. γαλλ. substantif ή γερμ. Substantiv]

ουσιαστικοποίηση η [usiastikopíisi] Ο33 : (γραμμ.) το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ· η τροπή σε ουσιαστικό μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. substantivation ή γερμ. Substantivierung]

ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : (γραμμ.) τρέπω σε ουσιαστικό μια λέξη που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου: Ουσιαστικοποιημένη προστακτική ενός ρήματος. Πολλά άκλιτα μέρη του λόγου ουσιαστικοποιούνται, όταν μπει μπροστά τους το άρθρο.

[λόγ. ουσιαστικο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

ουσιαστικός -ή -ό [usiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιώδης: Ουσιαστική διαφορά. α. πραγματικός, αληθινός και επομένως σημαντικός: Λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δόμηση που γίνεται χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο. Nα γίνει ~ ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εκπόνηση των ερευνητικών προγραμμάτων. β. (σπάν.) απολύτως αναγκαίος. ουσιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ός μτφρδ. γαλλ. substantial]

ουσιώδης -ης -ες [usióδis] Ε11 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιαστικός. ANT επουσιώδης: ~ διαφορά. Tα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας έννοιας. Οι ουσιώδεις αρχές μιας κοσμοθεωρίας. α. βασικός ή πολύ σημαντικός: ~ αιτία. H λογική είναι το ουσιωδέστερο γνώρισμα του ανθρώπου. Tο ουσιώδες είναι να έχεις την υγεία σου. β. απολύτως αναγκαίος: Tο οξυγόνο είναι ουσιώδες για τη ζωή. ουσιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. οὐσιώδης· λόγ. < ελνστ. οὐσιωδῶς]

ουστ [úst] επιφ. : χρησιμοποιείται όταν προσπαθούμε να διώξουμε ή να εκφοβίσουμε ένα σκύλο: ~ από δω, παλιόσκυλο! || μειωτικά, υβριστικά για άνθρωπο: ~ να μου χαθείτε! ~ από δω, απατεώνα! ~ από δω, τεμπέληδες!

[τουρκ. uşt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες