Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουροφόρος
1 εγγραφή
ουροφόρος -ος / -α -ο [urofóros] Ε14 : (ανατ.) που διοχετεύει τα ούρα: Ουροφόροι οδοί, το σύνολο των οργάνων που διοχετεύουν τα ούρα από τους νεφρούς ως την ουρήθρα.

[λόγ. ουρο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. urini fère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες