Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρητήρας
1 εγγραφή
ουρητήρας ο [uritíras] Ο2 : (ανατ.) ο καθένας από τους δύο σωλήνες που αρχίζουν από τα νεφρά και οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη: Aριστερός / δεξιός ~, που αρχίζει από τον αριστερό / δεξιό νεφρό.

[λόγ. < ελνστ. οὐρητήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. σημ.: `ουρήθρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες