Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρανόπεμπτος
1 εγγραφή
ουρανόπεμπτος -η -ο [uranópemptos] Ε5 : θεόπεμπτος, συνήθ. μτφ.· ανέλπιστος, απροσδόκητος: Ουρανόπεμπτη επιτυχία.

[μσν. ουρανόπεμπτος < ουρανο- 1 + πέμπ(ω) -τος κατά το θεόπεμπτος με βάση την εκκλ. φρ. ουρανόθεν επέμφθη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες