Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρανοθέμελο
1 εγγραφή
ουρανοθέμελο το [uranoθémelo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (λογοτ.) ο ορίζοντας.

[ουρανο- 1 + θεμέλ(ιο) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες