Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουραίος -α -ο [uréos] Ε4 : που ανήκει και ιδίως βρίσκεται στην ουρά: Tα ουραία πτερύγια του ψαριού. Tο ουραίο τμήμα του αεροπλάνου, το πίσω μέρος της ατράκτου του. || (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
[λόγ. < αρχ. οὐραῖος]