Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουραίος
1 εγγραφή
ουραίος -α -ο [uréos] Ε4 : που ανήκει και ιδίως βρίσκεται στην ουρά: Tα ουραία πτερύγια του ψαριού. Tο ουραίο τμήμα του αεροπλάνου, το πίσω μέρος της ατράκτου του. || (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.

[λόγ. < αρχ. οὐραῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες