Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουνία η [unía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : χαρακτηρισμός κάθε ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας που δέχτηκε τα δόγματα του καθολικισμού και αναγνωρίζει την εξουσία του πάπα, ενώ διατηρεί την οργάνωση και άλλους εξωτερικούς τύπους της ορθοδοξίας: Προπαγάνδα / καταπολέμηση της ουνίας.
[λόγ. < ρωσ. unija < πολωνικό unja < υστλατ. unus `ένας, ενωμένος΄]