Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουμανιστής
1 εγγραφή
ουμανιστής ο [umanistís] Ο7 θηλ. ουμανίστρια [umanístria] Ο27 : ο ανθρωπιστής.

[λόγ. < νλατ. humanista (-ista = -ιστής) ή μέσω του γαλλ. humaniste· λόγ. ουμανισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες