Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουλεμάς
1 εγγραφή
ουλεμάς ο [ulemás] Ο1 : θεολόγος γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου στην οθωμανική κοινωνία.

[τουρκ. ulema < αραβ. ūlamā]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες