Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουλαμός
1 εγγραφή
ουλαμός ο [ulamós] Ο17 : 1. (στρατ.) υποδιαίρεση μονάδων του στρατού ξηράς μεγαλύτερη από την ομάδα μάχης και μικρότερη από το λόχο, την ίλη κτλ.: Ένας ~ τυφεκιοφόρων / αρμάτων μάχης / πυροβολικού. ~ συντηρήσεως. 2. για τμήμα που παίρνει μέρος σε παρέλαση: Παρελαύνει ένας ~ μαθητών / φοιτητών.

[λόγ. < αρχ. οὐλαμός `πλήθος πολεμιστών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες