Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουκ
3 εγγραφές [1 - 3]
ουκ [úk] μόριο αρνητ. : (απαρχ.) μόνο στις εκφράσεις ~ αν λάβοις παρά του μη έχοντος*. ~ εν τω πολλώ το ευ*. ων ~ έστι* αριθμός.

[λόγ. < αρχ. οὐ, πριν από φων. οὐκ]

ουκάζιο το [ukázio] Ο40 : τσαρικό διάταγμα.

[λόγ. < ρωσ. ukaz `διάταγμα΄ -ιον]

ουκρανικός -ή -ό [ukranikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουκρανία ή στους Ουκρανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ουκρανική κυβέρνηση / γλώσσα. Ουκρανικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η ουκρανική, τα ουκρανικά, η ουκρανική γλώσσα. ουκρανικά ΕΠIΡΡ σε ουκρανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Ουκραν(ία) -ικός < ρωσ. Ukrain(a) -ία ίσως με ανομ. αποβ. του πρώτου [i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες