Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουδείς
1 εγγραφή
ουδείς ουδεμία ουδέν [uδís] αντων. αόρ. : (λόγ.) κανένας: Ουδεμία αμφιβολία / εξαίρεση. (έκφρ.) επ΄ ουδενί λόγω*. ~ αναμάρτητος*. ~ αναντικατάστατος*. ουδέν νεότερον*. εν ουδεμιά περιπτώσει*. περί ορέξεως* ~ λόγος. ουδέν σχόλιον*. ~ ψόγος*. ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. ΦΡ ~ προφήτης* στον τόπο του.

[λόγ. < αρχ. οὐδείς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες