Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οτοστόπ το [otostóp] Ο (άκλ.) : το να σταματά κάποιος ένα ξένο όχημα και να ζητά από τον οδηγό να τον μεταφέρει δωρεάν συνήθ. προς την κατεύθυνση που αυτό κινείται: Kάνω ~. Nεαροί τουρίστες που ταξιδεύουν με ~.
[λόγ. < γαλλ. auto-stop]