Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστεΐνη
2 εγγραφές [1 - 2]
οστεΐνη η [osteíni] Ο30 : οργανική ουσία που αποτελεί συστατικό των οστών και των δοντιών.

[λόγ. < διεθ. oste(o)- = οστε(ο)- + -in = -ίνη]

οστέινος -η -ο [ostéinos] Ε5 : (λόγ.) κοκάλινος.

[λόγ. < αρχ. ὀστέϊνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες