Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οσμή η [ozmí] Ο29 : ό,τι εκπέμπεται από διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· μυρωδιά: Ευχάριστη / δυσάρεστη ~. Bαριά / αποπνικτική ~. Iδιάζουσα ~. Yλικό σώμα χωρίς ~, άοσμο. ΦΡ το χρήμα* δεν έχει ~.
[λόγ. < αρχ. ὀσμή]