Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορφανός
1 εγγραφή
ορφανός -ή -ό [orfanós] Ε1 : 1. (για ανήλικο πρόσ.) που λόγω θανάτου έχει στερηθεί τον ένα ή και τους δύο γονείς του: Παιδί ορφανό από πατέρα / από μητέρα. Σκοτώθηκαν οι γονείς αφήνοντας τα παιδιά τους ορφανά και απροστάτευτα. || (ως ουσ. και στα τρία γένη) ανήλικο πρόσωπο που έμεινε ορφανό: Aυτός πέθανε και ησύχασε· αλίμονο στη χήρα και στα ορφανά! || (επέκτ.) για ανήλικο ζώο που έχει πεθάνει η μητέρα του: Ορφανά γατάκια. 2. (μτφ.) α. (συναισθ.) που έχει στερηθεί κπ. πολύ αγαπημένο, ιδίως προστάτη, ηγέτη, καθοδηγητή ή σύντροφο: Ο πατέρας πή γε εξορία αφήνοντας το σπίτι ορφανό. β. (παρωχ., για φαγητό) που δεν περιέχει κρέας, ενώ κανονικά αυτό χρειάζεται: Ορφανό στιφάδο / παστίτσιο.

[αρχ. ὀρφανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες